- ἐπικραδαίνεσθαι
- ἐπί-κραδαίνωswingpres inf mp
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επικραδαίνω — ἐπικραδαίνω (Α) 1. κραδαίνω πάνω σε κάτι, επισείω 2. κινώ βίαια, σείω πάνω από κάτι 3. παθ. ἐπικραδαίνομαι άγομαι, φέρομαι, κινούμαι από κάποιον («πρὸς ἀμφοτέρας τὰς ἐκβάσεις ταῑς ἐλπίσιν ἐπικραδαίνεσθαι», Γρηγ. Νύσσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί +… … Dictionary of Greek